- φιλευριπίδης
- ὁ, Α1. φίλος, θαυμαστής τού Ευριπίδου2. ως κύριο όν. ὁ Φιλευριπίδης·τίτλος κωμωδίας τού Αξιονίκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + Εὐριπίδης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλευριπίδην — φιλευριπίδης fond of Euripides masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλευριπίδῃ — φιλευριπίδης fond of Euripides masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)